- δριάεντα
- δριάεντα· χλωρά, Hsch.; [full] δριάουσαν· θάλλουσαν, Id. [full] δριαλεῖν· ποιεῖν, Id. [full] δρικηαί, in pl., a kind ofA bird, Id.: cf. δρίξ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.